- αμπλακίσκω
- ἀμπλακίσκω (Α)1. δεν κατορθώνω, αποτυγχάνω, υπολείπομαι2. χάνω, στερούμαι3. διαπράττω σφάλμα ή αμάρτημα, αμαρτάνω, σφάλλω, γελιέμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. είναι νεώτερος σχηματισμός από το απαρέμφ. αορ. β΄ ἀμπλακεῖν. Άγνωστ. ετυμ. Εάν ο αρχικός τύπος είναι ἀμβλακεῖν (Αρχίλοχος), τότε πιθ. να συνδέεται με το ἀμβλίσκω και το βλάξ, αλλά μια τέτοια σύνδεση δεν ερμηνεύεται πειστικά ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά.ΠΑΡ. αρχ. ἀμπλάκημα, ἀμπλακία, ἀμπλάκιον].
Dictionary of Greek. 2013.